«Μερικές δεκαετίες πριν από την Επανάσταση του 1821, μετά και από τις θεωρίες του Γερμανού Ιωακείμ Βίνκελμαν, που διαχώρισε την αρχαία ελληνική τέχνη από τη ρωμαϊκή και πρόβαλε με ενθουσιασμό την ανωτερότητα της ελληνικής αρχιτεκτονικής, το ενδιαφέρον της Ευρώπης για τις ελληνικές αρχαιότητες και κυρίως για τα μνημεία της Ακρόπολης έφτασε στον ύψιστο βαθμό.
Ο Παρθενώνας, που υμνήθηκε από αμέτρητους συγγραφείς, ιστορικούς μελετητές και καλλιτέχνες όλου του κόσμου, αποτέλεσε τον πόλο έλξης αναρίθμητων περιηγητών που τον επισκέπτονταν καθημερινά για να θαυμάσουν και να διδαχθούν τέχνη και πολιτισμό.
Δυστυχώς, όμως, δεν περιορίστηκαν μόνο στο θαυμασμό και στη μελέτη του μνημείου, διότι την εποχή εκείνη συνηθιζόταν κάθε επισκέπτης του Παρθενώνα να παίρνει μαζί του ένα «σουβενίρ» για τη συλλογή του και ως ανάμνηση της επίσκεψης του σε αυτό το υπέρλαμπρο μνημείο της ελληνικής κλασικής εποχής. Το βάρος του μαρμάρου τους υποχρέωνε να επιλέγουν ποιοτικά κομμάτια, τμήματα γλυπτικών συνθέσεων και αρχιτεκτονικά μέλη που έφεραν ιδιαίτερη γλυπτική διακόσμηση.
Ώσπου το 1801 ήρθε ο μεγάλος «χονδρέμπορος» Έλγιν, ο οποίος ενδιαφέρθηκε και για την ποιότητα και για την ποσότητα».
Ε.Φ.
...