Ο φιλόσοφος – ιστορικός και αρθρογράφος Φρέντερικ Χάρισον (1831–1923), ήταν φίλος του Ιωάννη Γεννάδιου που όπως αναφέρει ο ίδιος:
«Αυτός ήταν ο πρώτος από τους αμφιταλαντευόμενους που τόλμησα να κατηχήσω με σκοπό να τον μεταπείσω σχετικά με τις ενέργειες του λόρδου Έλγιν. Δεν χρειάσθηκε πολλή πίεση να πειστεί και μετά από λίγο, ο αείμνηστος φίλος μου, έγραψε ένα οκτασέλιδο άρθρο στο περιοδικό ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΝΑΤΟΣ ΑΙΩΝ το 1890, με τίτλο «Δώστε πίσω τα Ελγίνεια Μάρμαρα». Χρησιμοποιώντας ακαταμάχητα επιχειρήματα κάνει έκκληση στα ευγενέστερα αισθήματα του αγγλικού έθνους».
Μελετώντας ένα πλήθος πηγών σχετικά με τον Χάρισον, παρουσιάζω τα παρακάτω αποσπάσματα:
«Τα μάρμαρα του Παρθενώνα είναι για το ελληνικό έθνος χίλιες φορές πιο πολύτιμα απ’ όσο για το αγγλικό έθνος. Πρέπει να επιστραφούν και όσο πιο γρήγορα και κομψά συμβεί αυτό τόσο το καλύτερο».
«Όλα βροντοφωνάζουν να επαναφέρουμε τα ιερά κομμάτια σε εκείνον τον αθάνατο απόκρημνο βράχο όπου τα τοποθέτησαν ο Περικλής και ο Φειδίας σε μια ύψιστη στιγμή της ιστορίας».
«Το πιο διάσημο οικοδόμημα του κόσμου που ακόμα στέκεται, αν και ερειπωμένο, είναι το εθνικό σύμβολο και το ιερό κειμήλιο ενός ευγενικού λαού και αποτελεί τόπο προσκυνήματος για την πολιτισμένη ανθρωπότητα».
«Με ποιο δικαίωμα, εκτός της κατοχής, συνεχίζουμε να κρατάμε μακριά από τους σπουδαστές και τους προσκυνητές που συρρέουν στην Ακρόπολη απ’ ‘όλα τα σημεία του πολιτισμένου κόσμου, ουσιαστικά μέρη του μοναδικού οικοδομήματος του οποίου έρχονται να μελετήσουν αυτόν τον διάκοσμο, που χάνει το μισό καλλιτεχνικό ενδιαφέρον του όταν 4000 μίλια τον χωρίζουν από το κτήριο όπου ανήκει».
«Η Αθήνα είναι πλέον μια αρχαιολογική σχολή πολύ πιο κεντρική από το Λονδίνο και οι σπουδαστές της τέχνης όλου του κόσμου θα ωφελούνταν αφάνταστα αν έβλεπαν τα γλυπτά στον ίσκιο του Παρθενώνα».
«Κάθε γνήσιος Άγγλος κοκκινίζει από ντροπή και αγανακτεί όταν βλέπει τα σχίσματα και τους μώλωπες που άφησε το πέρασμα του Έλγιν στον Παρθενώνα. Είναι σαν να ξεριζώσαμε τα μάτια του Φειδία».
«Ποια θα ήταν η δική μας στάση αν κάποιος επιδρομέας λεηλατούσε τα μνημεία μας; Πηγαίνετε λοιπόν στο μουσείο μας και παρατηρείστε τις βαθιές ουλές που νύχτα και μέρα γεμίζουν αθόρυβα από την κάπνα του Λονδίνου. Εκεί μέσα αυτοί οι θεοί, ημίθεοι και ήρωες της Αττικής μοιάζουν να μαραζώνουν».
«Μόνο η αμάθεια και η χυδαιότητα δεν μπορούν να καταλάβουν ποια και πόση είναι η διαφορά της όψης στο βρετανικό μουσείο απ’ ότι στην διαυγέστατη ατμόσφαιρα της Ακρόπολης».
«Κάθε πρωί και βράδυ που σηκώνει τα μάτια του ο Αθηναίος βλέπει τις ουλές, απ’ όπου σε καιρό ταπείνωσης, ένας πλούσιος Άγγλος ξερίζωσε κομμάτια από το οικοδόμημα για να τα βάλει στη συλλογή του».
«Τα ελγίνεια μάρμαρα δεν είναι αγάλματα ή τάφοι. Αποτελούν αναπόσπαστα μέρη του πιο συμμετρικού οικοδομήματος που έχει ανεγερθεί ποτέ από άνθρωπο».
«Κανένας λαός στον κόσμο δεν υπερασπίζεται τόσο έντονα τα εθνικά του μνημεία, όσο οι σημερινοί Έλληνες».
«Κάθε θραύσμα στην Ακρόπολη είναι ιερό και σεβαστό όσο τα οστά ενός ήρωα».
Κλείνοντας το άρθρο του ο Χάρισον θεωρεί τα επιχειρήματα των Βρετανών απλώς σοφιστείες και παροτρύνει κάθε γνήσιο Άγγλο που φροντίζει για την υπόληψη της πατρίδας του, να συνηγορεί υπέρ της επιστροφής των αρπαγέντων.
Το άρθρο του Χάρισον έγινε αντικείμενο δημόσιας διαμάχης, καθώς ο εκδότης του περιοδικού Τζέιμς Νόουλες, το 1891, εισχώρησε στις γραμμές αυτών που υποστήριζαν την παραμονή των γλυπτών στο Βρετανικό μουσείο. Οι ανταλλαγές επιστολών ανάμεσα στον Χάρισον και στον Νόουλες έγιναν αιτία να ευαισθητοποιηθούν και να αναμιχθούν και άλλοι στο θέμα αυτό.
Μεταξύ αυτών και ο μεγάλος μας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, ο οποίος τον Απρίλιο του 1891, σε μια επιστολή προς τον Νόουλες, μεταξύ άλλων αναφέρει: «Η τιμιότης είναι η καλυτέρα πολιτική και τιμιότης εις την περίπτωσιν των Ελγινείων μαρμάρων σημαίνει απόδοσιν».
Ε.Φ.